υποβαστάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποβαστάζω — υποβάσταξα, υποβαστάχτηκα, υποβασταγμένος 1. βαστάζω αποκάτω, στηρίζω κάτι κρατώντας το αποκάτω, υποστηρίζω: Η σκεπή υποβαστάζεται από δοκάρια. 2. μτφ., συγκρατώ κάποιον να μην πέσει, τον βοηθώ κρατώντας τον: Υποβάσταζαν το μεθυσμένο απ τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβαστάξουσι — ὑποβαστάζω bear from under aor subj act 3rd pl (epic) ὑποβαστάζω bear from under fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβασταζομένων — ὑποβαστάζω bear from under pres part mp fem gen pl ὑποβαστάζω bear from under pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζει — ὑποβαστάζω bear from under pres ind mp 2nd sg ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζοντα — ὑποβαστάζω bear from under pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζουσι — ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζουσιν — ὑποβαστάζω bear from under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβαστάζω bear from under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβασταζόμενος — ὑποβαστάζω bear from under pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβαστάζονται — ὑποβαστάζω bear from under pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)